άφρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άφρο < (άμεσο δάνειο) αγγλική afro < πρόθημα Afro- που αντιστοιχεί στο ελληνικό αφρο- < Africa → δείτε τη λέξη Αφρική, δε σχετίζεται το ελληνικό αφρός
Επίθετο επεξεργασία
άφρο άκλιτο
- για μαλλιά πυκνά, σγουρά και φουντωτά σε σφαιρικό, στρογγυλεμένο σχήμα
- ↪ Άφρο περούκα.
- (μουσική) που χρησιμοποιεί χαρακτηριστικά της αφρικανικής παραδοσιακής μουσικής
- ↪ Άφρο τζαζ.
Ουσιαστικό επεξεργασία
άφρο ουδέτερο
- το άφρο· σγουρά, πυκνά και φουντωτά μαλλιά, συνήθως μαύρα, σε σχήμα σφαίρας, χαρακτηριστικά των Αφροαμερικανών
- ↪ Χθες έσκασε μύτη στο μουσείο ένας τύπος με άφρο.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- άφρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)