άσπρο πάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
άσπρο πάτο
- παράγγελμα ομοτράπεζων που λέγεται μετά το τσούγκρισμα των ποτηριών για πλήρη κατάλυση του περιεχομένου τους, προκειμένου να φανεί ο πάτος των ποτηριών καθαρός - άσπρος.