άρκλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρκλα | οι | άρκλες |
γενική | της | άρκλας | των | αρκλών |
αιτιατική | την | άρκλα | τις | άρκλες |
κλητική | άρκλα | άρκλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άρκλα < μεσαιωνική ελληνική άρκλα < λατινική arcula < arca + -ula < arceo < πρωτοϊταλική *arkeō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erk- (κρατώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
άρκλα θηλυκό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) ντουλάπι, ερμάριο
- –Πεινώ, μάνα, είπα της μάνας μου που συγύριζε το μαγειρειό. –Άνοιξε την άρκλα, μου είπε, και πάρε ψωμάκι και φάε! (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Η Καθαρή Δευτέρα)
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) σεντούκι
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) τάφος, κιβώριο