άπηξ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άπηξ < αρχαία ελληνική ἄπηξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
άπηξ αρσενικό
- (αστρονομία) φανταστικό ουράνιο σημείο προς το οποίο κατευθύνεται ο Ήλιος συμπαρασύροντας το ηλιακό μας σύστημα, μέσα στο Γαλαξία μας