άπας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | άπας | άπασα | άπαν | άπαντες | άπασες | άπαντα |
Γενική | άπαντος | απάσης | άπαντος | απάντων | απασών | απάντων |
Αιτιατική | άπαντα | άπασα | άπαν | άπαντες | άπασες | άπαντα |
Κλητική | άπαντα | άπασα | άπαν | άπαντες | άπασες | άπαντα |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άπας < αρχαία ελληνική ἅπας, ἅπασα, ἅπαν
Επίθετο επεξεργασία
άπας, άπασα, άπαν
- Δεν θέλω να του ξαναμιλήσω στον αιώνα τον άπαντα ("ποτέ")
- Να εγερθούν άπαντες οι κατηγορούμενοι
- Εις άπασαν την επεικράτειαν
- το ουδέτερο ως ουσιαστικό, στον ενικό και στον πληθυντικό σημαίνει "τα πάντα":
- Μια χαρά θα περνάς και ως συνταξιούχος -η δουλειά δεν είναι το άπαν στη ζωή
- Τα άπαντα του Καρκαβίτσα (όλα τα έργα το Καρκαβίτσα, τα πάντα)
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άπας