άοπλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άοπλα < αρχαία ελληνική ἄοπλος, στερ. α- + όπλα
Επίρρημα επεξεργασία
άοπλα
- χωρίς όπλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
άοπλα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
άοπλα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άοπλος