άξαφνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άξαφνος | η | άξαφνη | το | άξαφνο |
γενική | του | άξαφνου | της | άξαφνης | του | άξαφνου |
αιτιατική | τον | άξαφνο | την | άξαφνη | το | άξαφνο |
κλητική | άξαφνε | άξαφνη | άξαφνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άξαφνοι | οι | άξαφνες | τα | άξαφνα |
γενική | των | άξαφνων | των | άξαφνων | των | άξαφνων |
αιτιατική | τους | άξαφνους | τις | άξαφνες | τα | άξαφνα |
κλητική | άξαφνοι | άξαφνες | άξαφνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
άξαφνος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του έξαφνος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ξαφνικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
άξαφνος
|