άνορακ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.no.ɾak/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νο‐ρακ
Ουσιαστικό επεξεργασία
άνορακ ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) μπουφάν, βαρύ αντιανεμικό και αδιάβροχο πανωφόρι με κουκούλα και ζεστή γούνινη ή πουπουλένια επένδυση
Μεταφράσεις επεξεργασία
άνορακ
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)