άμ’ έπος άμ’ έργον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άμ’ έπος άμ’ έργον < αρχαία ελληνική ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον[1]
Έκφραση επεξεργασία
άμ’ έπος άμ’ έργον
- μαζί με τον λόγο και το έργο, αμέσως μόλις το πει κάποιος να εκτελεστεί κι αυτό που είναι να γίνει, με τη λήψη απόφασης και η έναρξη εκτέλεσής της
Μεταφράσεις επεξεργασία
άμ’ έπος άμ’ έργον
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ηρόδοτος Ἱστορίαι, ΙΙΙ (Θάλεια),134.6 «ταῦτα εἶπε καὶ ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε»