άμα τη εμφανίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άμα τη εμφανίσει < → λείπει η ετυμολογία ἅμα τῇ ἐμφανίσει < → δείτε ἅμα (συγχρόνως) και στη δοτική τῇ ἐμφανίσει (του ἐμφάνισις)
Έκφραση επεξεργασία
άμα τη εμφανίσει
- (παρωχημένο) μόλις εμφανιστεί ή μόλις εμφανίστηκε.
- → χρειάζεται παράθεμα όχι της καθαρεύουσας