Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άμα < αρχαία ελληνική ἅμα (ταυτόχρονα, συγχρόνως)

  Σύνδεσμος επεξεργασία

άμα

  1. (χρονικός) όταν
  2. (υποθετικός) εάν, αν
  3. (αιτιολογικός) αφού, επειδή

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία