Δείτε επίσης: ωρολόγιο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ωρολόγιο τα Ωρολόγια
      γενική του Ωρολογίου
Ωρολόγιου
των Ωρολογίων
    αιτιατική το Ωρολόγιο τα Ωρολόγια
     κλητική Ωρολόγιο Ωρολόγια
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ωρολόγιο < ωρολόγιο• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ɾoˈlo.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ω‐ρο‐λό‐γι‐ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ωρολόγιο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία