Ψώμου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ψώμου < γενική ενικού του αρσενικού Ψώμος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΨώμου θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΨώμου αρσενικό
![]() |
Ψώμου θηλυκό, άκλιτο
Ψώμου αρσενικό