Χατζησαλάτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χατζησαλάτα < γενική ενικού του αρσενικού Χατζησαλάτας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.d͡zi.saˈla.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐τζη‐σα‐λά‐τα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χατζησαλάτα θηλυκό, άκλιτο