Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χαροκόπου < γενική του Χαροκόπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.ɾoˈko.pu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χα‐ρο‐κό‐που

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χαροκόπου αρσενικό άκλιτο

  • συνοικία της Καλλιθέας, στην Αθήνα
    ※  Στου Χαροκόπου τα στενά / μια μικροπαντρεμένη / εσκότωσε τον άντρα της / βρε η δαιμονισμένη (Στου Χαροκόπου τα στενά, στίχοι/μουσική: Ιάκωβος Μοντανάρης, 1931)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χαροκόπου θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Χαροκόπου