Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Φριλιγκιάνικα
      γενική των Φριλιγκιάνικων
    αιτιατική τα Φριλιγκιάνικα
     κλητική Φριλιγκιάνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φριλιγκιάνικα < από το επώνυμο Φριλίγκος, του πρώτου οικιστή [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fɾi.liŋˈɟa.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φρι‐λι‐γκιά‐νι‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φριλιγκιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημήτρης Βασιλειάδης, «Ταξίδι στα Κύθηρα», Νέα Εστία 1005 (15 Μαΐου 1969), σ. 691.