Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φρειδερίκος οι Φρειδερίκοι
      γενική του Φρειδερίκου των Φρειδερίκων
    αιτιατική τον Φρειδερίκο τους Φρειδερίκους
     κλητική Φρειδερίκε Φρειδερίκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φρειδερίκος < γερμανική Friedrich < πρωτογερμανική *Friþurīkijaz (γαλήνιος / ειρηνικός κυβερνήτης)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φρειδερίκος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία