Δείτε επίσης: φάρος, φᾶρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φάρος οι Φάροι
      γενική του Φάρου των Φάρων
    αιτιατική τον Φάρο τους Φάρους
     κλητική Φάρε Φάροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φάρος < φάρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φά‐ρος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φάρος αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Φάρου)
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. για το νησί στην Αίγυπτο → δείτε Φάρος (θηλυκό)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Φάρος
      γενική τῆς Φάρου
      δοτική τῇ Φάρ
    αιτιατική τὴν Φάρον
     κλητική ! Φάρε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φάρος < αβέβαιης ετυμολογίας. Εκδοχές: • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φάρος, -ου θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Φάρος οἱ Φάροι
      γενική τοῦ Φάρου τῶν Φάρων
      δοτική τῷ Φάρ τοῖς Φάροις
    αιτιατική τὸν Φάρον τοὺς Φάρους
     κλητική ! Φάρε Φάροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Φάρω
γεν-δοτ τοῖν  Φάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φάρος < #Φάρος (το νησί}

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φάρος, -ου αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία

για το όνομα