Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τσεκλίστα
      γενική της Τσεκλίστας
    αιτιατική την Τσεκλίστα
     κλητική Τσεκλίστα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τσεκλίστα < σλαβικής προέλευσης *Cveklište < cvekla (τεύτλο)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡seˈkli.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσε‐κλί‐στα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσεκλίστα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία