↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τσανακαλιώτισσα οι Τσανακαλιώτισσες
      γενική της Τσανακαλιώτισσας των Τσανακαλιωτισσών
    αιτιατική την Τσανακαλιώτισσα τις Τσανακαλιώτισσες
     κλητική Τσανακαλιώτισσα Τσανακαλιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τσανακαλιώτισσα < Τσανακαλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡sa.na.kaˈʎo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσα‐να‐κα‐λιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τσανακαλιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τσανακαλιώτης