Τρικαλινή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τρικαλινή < Τρικαλινός + -ή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τρικαλινή θηλυκό (αρσενικό: Τρικαλινός)
- θηλυκό του Τρικαλινός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Τρίκαλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τρικαλινή
|