Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τρίπολη οι Τριπόλεις
      γενική της Τρίπολης* των Τριπόλεων
    αιτιατική την Τρίπολη τις Τριπόλεις
     κλητική Τρίπολη Τριπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Τριπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τρίπολη < αρχαία ελληνική Τρίπολις

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τρίπολη θηλυκό

  1. πόλη της Πελοποννήσου
  2. η πρωτεύουσα της Λιβύης
  3. πόλη του Λιβάνου
  4. (τοπωνύμιο ) ονομασία διαφόρων πόλεων

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία