Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τουλούζη
      γενική της Τουλούζης
    αιτιατική την Τουλούζη
     κλητική Τουλούζη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τουλούζη < (άμεσο δάνειο) γαλλική Toulouse (στην οξιτανική γλώσσα Tolosa) +

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τουλούζη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία