Τοντόροφ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τοντόροφ < πατρωνυμικό, μεταγραφή για τη βουλγαρική Тодоров (Tódorov)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /toˈdo.ɾof/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Το‐ντό‐ροφ
Μεταγραφή επεξεργασία
Τοντόροφ και Τοντόρωφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Τοντόροβα)
- ανδρικό επώνυμο, άλλη μορφή του Τόντοροφ