Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τιμόδημος < τιμώ + δήμος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τιμόδημος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. Κορίνθιος πολιτικός, πατέρας του Τιμολέοντα

  Μεταφράσεις επεξεργασία