Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τιγκράν < άμεσο δάνειο από την αρμενική Տիգրան (Tigran)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τιγκράν αρσενικό, άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία