Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τζαμαλουτίνοφ < μεταγραφή για τη ρωσική Джамалутинов (Džamalutínov)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Τζαμαλουτίνοφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Τζαμαλουτίνοβα)

Δείτε επίσης επεξεργασία