Τερψιθέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τερψιθέα < αρχαία ελληνική τέρψι(ς) (τέρπω) + -θέα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /teɾ.psiˈθe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τερ‐ψι‐θέ‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τερψιθέα θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- συνοικία του Πειραιά
- συνοικία της Γλυφάδας, στην Αθήνα
- συνοικία της Σταυρούπολης, στη Θεσσαλονίκη
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Τερψιθέα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τερψιθέα