Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τερψιθέα οι Τερψιθέες
      γενική της Τερψιθέας των Τερψιθεών
    αιτιατική την Τερψιθέα τις Τερψιθέες
     κλητική Τερψιθέα Τερψιθέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τερψιθέα < αρχαία ελληνική τέρψι(ς) (τέρπω) + -θέα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /teɾ.psiˈθe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τερ‐ψι‐θέ‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τερψιθέα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. συνοικία του Πειραιά
  4. συνοικία της Γλυφάδας, στην Αθήνα
  5. συνοικία της Σταυρούπολης, στη Θεσσαλονίκη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία