Στρόπωνες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Στρόπωνες | ||
γενική | των | Στροπώνων | ||
αιτιατική | τις | Στρόπωνες | ||
κλητική | Στρόπωνες | |||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στρόπωνες < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈstɾo.po.nes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στρό‐πω‐νες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτρόπωνες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό