Δείτε επίσης: στρατός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈstɾa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στρά‐τος

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Στράτος < ελληνιστική κοινή Στράτος (αρσενικό, ή και θηλυκό)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στράτος θηλυκό (και αρσενικό)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Στράτος < Ευστράτιος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στράτος οι Στράτοι
      γενική του Στράτου των Στράτων
    αιτιατική τον Στράτο τους Στράτους
     κλητική Στράτο Στράτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στράτος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

Στράτος < από το όνομα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στράτος οι Στράτοι
      γενική του Στράτου των Στράτων
    αιτιατική τον Στράτο τους Στράτους
     κλητική Στράτο Στράτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Στράτος αρσενικό (θηλυκό Στράτου)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία