Δείτε επίσης: στενά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Στενά
      γενική των Στενών
    αιτιατική τα Στενά
     κλητική Στενά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Στενά < στενά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Στενά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία