Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σπετσιώτισσα οι Σπετσιώτισσες
      γενική της Σπετσιώτισσας των Σπετσιωτισσών
    αιτιατική τη Σπετσιώτισσα τις Σπετσιώτισσες
     κλητική Σπετσιώτισσα Σπετσιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σπετσιώτισσα < Σπετσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /speˈt͡sço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπε‐τσιώ‐τισ‐σα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Σπετσιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σπετσιώτης