Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σουνιεύς οἱ Σουνιεῖς - Σουνιῆς*
      γενική τοῦ Σουνιέως
Σουνιῶς
τῶν Σουνιέων
Σουνιῶν
      δοτική τῷ Σουνιεῖ τοῖς Σουνιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Σουνιέ
Σουνι
τοὺς Σουνιέᾱς
Σουνιᾶς
     κλητική ! Σουνιεῦ Σουνιεῖς - Σουνιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σουνι1 ή Σουνιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Σουνιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σουνιεύς < Σούνι(ον) + -εύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Σουνιεύς αρσενικό (θηλυκό Σουνιάς)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σουνιεύς αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία