Σμυρνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σμυρνιά | οι | Σμυρνιές |
γενική | της | Σμυρνιάς | των | Σμυρνιών |
αιτιατική | τη | Σμυρνιά | τις | Σμυρνιές |
κλητική | Σμυρνιά | Σμυρνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σμυρνιά < Σμυρνι(ός) + κατάληξη θηλυκού -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zmiɾˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σμυρ‐νιά
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σμυρνιά θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σμυρνιός
- ※ Η Σμυρνιά, η σκανταλιάρα / απ’ την Κοκκινιά, / μόλις πιει δυο ποτηράκια, / παίρνει η γλώσσα της φωτιά. (Η Σμυρνιά, μουσική-στίχοι: Μπάμπης Μπακάλης, εκτέλεση: Πόλυ Πάνου, 1979)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Σμύρνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σμυρνιός