Σερβοβόσνια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σερβοβόσνια < Σερβοβόσνι(ος) + -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /seɾ.voˈvo.sni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σερ‐βο‐βό‐σνι‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σερβοβόσνια θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Σερβοβόσνιος
Συγγενικά επεξεργασία
- σερβοβοσνιακός
- → δείτε και τις λέξεις Σερβία και Βοσνία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σερβοβόσνιος
Σερβοβόσνια
|