Σεβιλλιάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σεβιλλιάνα | οι | Σεβιλλιάνες |
γενική | της | Σεβιλλιάνας | — | |
αιτιατική | τη | Σεβιλλιάνα | τις | Σεβιλλιάνες |
κλητική | Σεβιλλιάνα | Σεβιλλιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σεβιλλιάνα < Σεβιλλιάν(ος) + -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /se.viˈʎa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σε‐βιλ‐λιά‐να
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σεβιλλιάνα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σεβιλλιάνος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σεβιλλιανός