Σακκά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σακκά < γενική ενικού του αρσενικού Σακκάς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /saˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σακ‐κά
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σακκά θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Σακκά αρσενικό