Σαββατοκύριακο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σαββατοκύριακο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαββατοκυριακόν[1] με μετακίνσηση τόνου για ένδειξη σύνθεσης[2] → δείτε ελληνιστική κοινή σαββατοκυριακή και «ἐν σαββατοκυριάκοις γὰρ καὶ ταῖς ἐπισήμοις τῶν ἑορτῶν» στο έργο Βίβλος Χρονική του Μιχαήλ Γλυκά[3]
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.va.toˈciɾ.ʝa.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σαβ‐βα‐το‐κύ‐ρια‐κο
Ουσιαστικό επεξεργασία
Σαββατοκύριακο ουδέτερο
- το τέλος της εβδομάδας, το Σάββατο και η Κυριακή
- ↪ Τώρα που έχει καλό καιρό πολλοί απολαμβάνουν ένα ωραίο Σαββατοκύριακο με τη ψησταριά στον κήπο.
- (ενάρθρως, επιρρηματικά) κατά το χρονικό διάστημα από το Σάββατο έως τη Κυριακή
- ↪ Το Σαββατοκύριακο θα πάμε στην εξοχή.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Στη συνθηματική γλώσσα:
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σαββατοκύριακο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Σαββατοκύριακο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Σαββατοκύριακο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.