Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ροδίτσα οι Ροδίτσες
      γενική της Ροδίτσας
    αιτιατική τη Ροδίτσα τις Ροδίτσες
     κλητική Ροδίτσα Ροδίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ροδίτσα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾoˈði.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρο‐δί‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ροδίτσα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. κωμόπολη της Φθιώτιδας
     συνώνυμα: Σαρμουσακλή (πρώην ονομασία)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία