Ριζόκαστρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ριζόκαστρο | τα | Ριζόκαστρα |
γενική | του | Ριζόκαστρου & Ριζοκάστρου |
των | Ριζόκαστρων & Ριζοκάστρων |
αιτιατική | το | Ριζόκαστρο | τα | Ριζόκαστρα |
κλητική | Ριζόκαστρο | Ριζόκαστρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾiˈzo.ka.stɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρι‐ζό‐κα‐στρο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ριζόκαστρο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ριζόκαστρο