Ρέθυμνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ρέθυμνο | ||
γενική | του | Ρεθύμνου & Ρέθυμνου | ||
αιτιατική | το | Ρέθυμνο | ||
κλητική | Ρέθυμνο | |||
Ως γενική ενικού χρησιμοποιείτε ενίοτε ο τύπος Ρεθύμνης, από την παλιότερη ονομασία θηλυκού γένους (ἡ) Ῥεθύμνη ή Ρεθύμνη. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ρέθυμνο < → λείπει η ετυμολογία < αρχαία ελληνική Ῥιθυμνία, Ῥίθυμνα < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν προέλευσης από την προελληνική [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɾe.θi.mno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρέ‐θυ‐μνο
- ⓘ
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ρέθυμνο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- Ρέθεμνος (λαϊκότροπο)
- Ρεθύμνη (παρωχημένη λόγια), με γενική ενικού Ρεθύμνης
- όπως στην έκφραση νομός Ρεθύμνης
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αρχαία ελληνικά Ῥειθυμνιάτης
- Κωστής Παπαδάκης, άρθρο «Του Ρεθύμνου ή της Ρεθύμνης«, 2015.08.06. @tanea.gr
- Ρέθυμνο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ρέθυμνο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)