Προβαλίσιος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Προβαλίσιος | οἱ | Προβαλίσιοι |
γενική | τοῦ | Προβαλισίου | τῶν | Προβαλισίων |
δοτική | τῷ | Προβαλισίῳ | τοῖς | Προβαλισίοις |
αιτιατική | τὸν | Προβαλίσιον | τοὺς | Προβαλισίους |
κλητική ὦ! | Προβαλίσιε | Προβαλίσιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Προβαλισίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Προβαλισίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Προβαλίσιος < Προβάλινθος + -ίσιος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
Προβαλίσιος αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου Προβαλίνθου
Πηγές επεξεργασία
- Προβαλίσιος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.