Πορφυράτου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πορφυράτου < γενική ενικού του αρσενικού Πορφυράτος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πορφυράτου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Πορφυράτος
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Πορφυράτου αρσενικό
- γενική ενικού του Πορφυράτος