Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πετεαρενδώτης οἱ Πετεαρενδῶται
      γενική τοῦ Πετεαρενδώτου τῶν Πετεαρενδωτῶν
      δοτική τῷ Πετεαρενδώτ τοῖς Πετεαρενδώταις
    αιτιατική τὸν Πετεαρενδώτην τοὺς Πετεαρενδώτᾱς
     κλητική ! Πετεαρενδῶτ Πετεαρενδῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πετεαρενδώτ
γεν-δοτ τοῖν  Πετεαρενδώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πετεαρενδώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πετεαρενδώτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία