↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πεντεορίτισσα οι Πεντεορίτισσες
      γενική της Πεντεορίτισσας των Πεντεοριτισσών
    αιτιατική την Πεντεορίτισσα τις Πεντεορίτισσες
     κλητική Πεντεορίτισσα Πεντεορίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πεντεορίτισσα < Πεντεορίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pen.de.oˈɾi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πε‐ντε‐ο‐ρί‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πεντεορίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πεντεορίτης