Πεντεορίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πεντεορίτισσα < Πεντεορίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pen.de.oˈɾi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ντε‐ο‐ρί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠεντεορίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Πεντεορίτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Πεντεόρια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πεντεορίτης
Πεντεορίτισσα
|