Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Πεκίνο
      γενική του Πεκίνου
    αιτιατική το Πεκίνο
     κλητική Πεκίνο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πανοραμική φωτογραφία του Πεκίνου

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πεκίνο < γαλλική Pékin < κινεζική 北京 (βόρεια πρωτεύουσα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /peˈci.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πε‐κί‐νο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πεκίνο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)