Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Πειραιεύς
      γενική τοῦ Πειραιέως
Πειραιῶς
      δοτική τῷ Πειραιεῖ
    αιτιατική τὸν Πειραιέ
Πειραι
     κλητική ! Πειραιεῦ
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πειραιεύς < πέρα[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πειραιεύς αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Πηγές επεξεργασία