Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Παληάγιαννης
      γενική του Παληάγιαννη
    αιτιατική τον Παληάγιαννη
     κλητική Παληάγιαννη
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παληάγιαννης < παληός + Αγιάννης• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈʎa.ʝa.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐ληά‐γιαν‐νης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παληάγιαννης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 10 Α, 16 Ιανουαρίου 1953