Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Παλαιοκάτουνο τα Παλαιοκάτουνα
      γενική του Παλαιοκάτουνου των Παλαιοκάτουνων
    αιτιατική το Παλαιοκάτουνο τα Παλαιοκάτουνα
     κλητική Παλαιοκάτουνο Παλαιοκάτουνα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παλαιοκάτουνο < καθαρεύουσα Παλαιοκάτουνον. Μορφολογικά αναλύεται σε παλαιο- + κατούν(α) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.le.oˈka.tu.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐λαι‐ο‐κά‐του‐νο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παλαιοκάτουνο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία