Δείτε επίσης: οἰνώψ, οἶνοψ, Οἶνοψ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Οἴνοπ-
ονομαστική Οἴνωψ οἱ Οἴνοπες
      γενική τοῦ Οἴνοπος τῶν Οἰνόπων
      δοτική τῷ Οἴνοπ τοῖς Οἴνοψ(ν)
    αιτιατική τὸν Οἴνοπ τοὺς Οἴνοπᾰς
     κλητική ! Οἴνωψ Οἴνοπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Οἴνοπε
γεν-δοτ τοῖν  Οἰνόποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οἴνωψ < → δείτε τη λέξη οἰνώψ, -ῶπος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οἴνωψ, -οπος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία